- οὐρώδης
- οὐρώδης, ες, ([etym.] οὐρά)A of the tail or rump,
τένοντες Hp.
Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τένοντες Hp.
Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐρώδης — of the tail masc/fem acc pl (attic epic doric) οὐρώδης of the tail masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οὐρώδης of the tail masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρώδης — (I) οὐρώδης, ῶδες (Α) [ουρά] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό. (II) ώδες [ούρο] αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων … Dictionary of Greek
οὐρώδη — οὐρώδης of the tail neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οὐρώδης of the tail masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οὐρώδης of the tail masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρωδέων — οὐρώδης of the tail masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek